- αναισθητικός
- η , ό[ν] η мед. анестезирующий;
τό αναισθητικόςό[ν] — анестезирующее средство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό αναισθητικόςό[ν] — анестезирующее средство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναισθητικός — ή, ό [αναίσθητος ή αναισθητώ] 1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία 2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας … Dictionary of Greek
αναισθητικός — ή, ό 1. αυτός που φέρνει αναισθησία: Υπάρχουν πολλά αναισθητικά φάρμακα. 2. αυτός που έχει σχέση με την αναισθησία: Έκαμε αναισθητικές εισπνοές. 3. αυτός που προκαλείται με αναισθητικό φάρμακο: Οι γιατροί προκάλεσαν στον άρρωστο αναισθητικό ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… … Dictionary of Greek
αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] … Dictionary of Greek
αναισθητήριος — ια, ιο [αναίσθητος] αυτός που επιφέρει σωματική αναισθησία, ο αναισθητικός … Dictionary of Greek
καρωτικός — ή, ό (Α καρωτικός, ή, όν) [καρώ (II)] αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός … Dictionary of Greek
ναρκωτικός — ή, ὁ (Α ναρκωτικός, ή, όν) [ναρκώνω] αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά α) τοξικές… … Dictionary of Greek